Κορνουάλη

Κορνουάλη
(Cornwall). Κομητεία (3.559 τ. χλμ., 499.400 κάτ. το 2001) της νοτιοδυτικής Αγγλίας. Βρίσκεται Α της κομητείας Ντέβον. Στα ΒΔ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό και στα Ν από τη θάλασσα της Μάγχης. Η κομητεία, πρωτεύουσα της οποίας είναι η πόλη Τρούρο (Truro, περ. 20.000 κάτ.), περιλαμβάνει έξι περιφέρειες: Κάραντον (Caradon), Κάρικ (Carrick), Κέριερ (Kerrier), Βόρεια Κορνουάλη (North Cornwall), Πένγουιθ (Penwith) και Ριστόρμελ (Restormel). Τα νησιά Σίλι (Scilly), τα οποία παλαιότερα αποτελούσαν τμήμα της Κ., βρίσκονται περίπου 40 χλμ. ΝΔ του ακρωτηρίου Λαντς Εντ, στο δυτικότερο σημείο της Αγγλίας. Η Κ. αποτελεί χερσόνησο (μήκους 120 χλμ. από τα ΝΑ στα ΒΔ και πλάτους 72 χλμ.) με βραχώδεις ακτές, οι οποίες σχηματίζουν πολλούς κόλπους και ακρωτήρια. Το έδαφος της περιοχής είναι ανώμαλο· γρανιτώδεις λοφοσειρές διασχίζουν μεγάλο τμήμα της και φτάνουν σε ύψος τα 450 μ. Μεγαλύτεροι ποταμοί είναι οι Τέιμαρ, Λίνχερ και Λου. Το κλίμα είναι ήπιο και υγρό, με μικρές ετήσιες διακυμάνσεις θερμοκρασίας και μεγάλες βροχοπτώσεις. Η Κ. έχει πλούσια βλάστηση και ποικιλία μεσοτροπικών φυτών. Στην περιοχή παράγονται άφθονα λαχανικά και οπωρικά, που τροφοδοτούν τις μεγάλες αγορές του Λονδίνου. Ακμάζει επίσης η τυροκομία και η κτηνοτροφία. Σημαντικό ρόλο στην οικονομία της περιοχής κατέχει επίσης η αλιεία (σαρδέλες, καβούρια, αστακοί κ.ά.), ο τουρισμός και το εμπόριο ηλεκτρονικών προϊόντων. Οι κυριότερες βιομηχανίες της κομητείας είναι η μεταλλουργία, η επισκευή πλοίων και η εξόρυξη πετρωμάτων. Τα ορυχεία του χαλκού και του κασσίτερου λειτουργούσαν από πολύ παλιά, ενώ πιστεύεται ότι ήταν γνωστά και στους Φοίνικες. Από τα ορυχεία αυτά προέρχεται και ο κορνουαλίτης, ένυδρο αρσενικό άλας του χαλκού. Ωστόσο, τα κοιτάσματα του κασσίτερου κοντά στην επιφάνεια της γης εξαντλήθηκαν και η εξόρυξη των βαθύτερων κρίθηκε οικονομικά ασύμφορη. Το τελευταίο ορυχείο κασσίτερου διέκοψε τη λειτουργία του το 1998 και άνοιξε ξανά το 2001 με προοπτική να χρησιμοποιηθούν νέες τεχνικές εξόρυξης. Παράλληλα, έχει σταματήσει και η εξόρυξη χαλκού. Η Κ. αποτελεί την πλουσιότερη περιοχή της Αγγλίας σε προϊστορικές αρχαιότητες. Οι ανασκαφές έφεραν στο φως ακατέργαστους ανεπίγραφους μονόλιθους, μεγάλους λίθινους δρόμους, προϊστορικές κατοικίες, υπόγεια οικοδομήματα, πύργους, τύμβους κ.ά. Εκτός από τις προϊστορικές και τις ρωμαϊκές αρχαιότητες, ανακαλύφθηκαν και λείψανα χριστιανικής εποχής που χρονολογούνται από τον 6o αι. Ιστορία. Η Κ. κατακτήθηκε από Ρωμαίους, οι οποίοι πιθανολογείται ότι έφτασαν εκεί γνωρίζοντας ότι το υπέδαφός της ήταν πλούσιο. Όταν αποχώρησαν οι Ρωμαίοι η περιοχή κατοικήθηκε από Κέλτες και μετά το 836 από Σάξονες. Μετά την εισβολή των Νορμανδών το μεγαλύτερο μέρος της Κ. περιήλθε στη διοίκηση των Άγγλων πριγκήπων και τον 14ο αι. η κομητεία οργανώθηκε με τη μορφή δουκάτου. Η κορνουαλική γλώσσα, η οποία σχετίζεται με την ουαλική και τη βρετονική, έπαψε να ομιλείται από το β’ μισό του 18ου αι. Το Λαντ’ς Εντ της Κορνουάλης αποτελεί το τελευταίο νοτιοδυτικό άκρο της Μεγάλης Βρετανίας. Άποψη του Πόλπερα, στην Κορνουάλη, αλιευτικού κέντρου και λουτρόπολης στην ακτή της Μάγχης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κορνουαλικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κορνουάλη ή προέρχεται από την Κορνουάλη («κορνουαλική γλώσσα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τοπωνύμιο Κορνουάλη, απόδοση τού αγγλ. cornish] …   Dictionary of Greek

  • Σίλι, νήσοι — (Isles Scilly). Αρχιπέλαγος (16, 4 τ. χλμ., 1750 κάτ.) της Μεγάλης Βρετανίας, στη νοτιοδυτική Αγγλία (Κορνουάλη), στον Ατλαντικό ωκεανό, 45 περίπου χλμ. προς ΔΝΔ του ακρωτηρίου Λαντ’ς Εντ. Αποτελείται από 150 περίπου γρανιτικά νησιά και σκόπελους …   Dictionary of Greek

  • Τρέβιθικ, Ρίτσαρντ — (Trevithick, Ίλογκαν 1771 – Ντάρτφορντ 1833). Άγγλος μηχανικός και εφευρέτης. Μεταλλειολόγος αρχικά στην Κορνουάλη, κατασκεύασε το 1802 οδικό όχημα με ατμομηχανή και 2 χρόνια αργότερα (1804) το πρώτο τραμ του κόσμου. Τέλος, κατόρθωσε να κάνει… …   Dictionary of Greek

  • αζουρίτης — Ορυκτό το οποίο προέρχεται από τη χημική εξαλλοίωση διαφόρων ορυκτών του χαλκού. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως βασικός ανθρακικός χαλκός: ο τύπος του είναι 2CuC03 Cu(OH)2. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα. Παρουσιάζεται κατά κανόνα στην… …   Dictionary of Greek

  • κασσιτερίτης — Ορυκτό του κασσίτερου (SnO2) που κρυσταλλώνεται στο τετραγωνικό σύστημα, στην τάξη της διτετραγωνικής πυραμίδας. Οι κρύσταλλοί του είναι στηλοειδείς, πρισματικοί ή μακροβελονοειδείς, με χρώμα συνήθως σκούρο καστανό ή ακόμα κιτρινωπό, πρασινωπό ή… …   Dictionary of Greek

  • κορνουαλ(λ)ίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο ένυδρο αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού που απαντά στην κομητεία τής Κορνουάλης τής Αγγλίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cornwallite από το τοπωνύμιο Cornwall (Κορνουάλη)] …   Dictionary of Greek

  • λαυριονίτης — Ορυκτό που αποτελεί βασικό χλωριούχο άλας του μολύβδου. Έχει χημικό τύπο Pb(OH)Cl και αποτελείται από μικρούς άσπρους κρυστάλλους που ανήκουν στο ρομβικό σύστημα. Εμφανίζεται κυρίως στον όρμο Βρυσάκια του Λαυρίου και δημιουργήθηκε με την επίδραση …   Dictionary of Greek

  • μαγγανίτης — Ορυκτό υδροξείδιο του μαγγανίου με χημικό τύπο MnΟ (OH). Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα (αν και φαίνεται ότι είναι ορθορομβικός), είναι εύθραυστος και οι κρύσταλλοί του είναι πρισματικοί ψευδοορθορομβικοί με υπομεταλλική στιλπνότητα. Ο μ.… …   Dictionary of Greek

  • Αμιέν — (Amiens).Πόλη (139.210 κάτ. το 1999) της βόρειας Γαλλίας, πρωτεύουσα του νομού Σομ (6.170 τ. χλμ., 555.551 κάτ.) και έδρα επισκοπής από τον 4ο αι. Είναι χτισμένη στην αριστερή όχθη του ποταμού Σομ, όπως υποδηλώνει και το γαλατικό όνομά της,… …   Dictionary of Greek

  • Βρετονικός κύκλος — Με τον τίτλο αυτό είναι γνωστή η συλλογή θρύλων και αφηγήσεων που αναφέρονται στον μυθικό βασιλιά Αρθούρο και στη στρογγυλή τράπεζά του, μία ομάδα ευσεβών πολεμιστών που τηρούσαν αυστηρά τους νόμους της τέλειας ιπποσύνης. Η ιστορική ύπαρξη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”